Ένας από τους χιλιάδες επισκέπτες του Ιερού Βράχου του Σουνίου, που εμπνέονται από το απαράμιλλο φυσικό κάλλος του, είναι και ο ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός ποιητής Thomas Sherman Kerrigan (1939- ). Με σπουδές Νομικής, δικηγόρος στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ασχολείται παράλληλα με την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα. Ποιήματά του δημοσιεύθηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές: My dark people (Οι σκοτεινοί μου άνθρωποι, 2008), για την οποία προτάθηκε για το βραβείο Ποίησης Pulitzer, και Missing the Sunset at Sounion (Χάνοντας το ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, έκδ. Xlibris, 2016). Η τελευταία συλλογή του, απ΄ όπου διάλεξα το ομότιτλο ποίημα και το μετέφρασα, βασίζεται σε προσωπικά του βιώματα και εξερευνά τις βαθύτερες περιοχές της ανθρώπινης ψυχής και τις σχέσεις ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. (Ακολουθούν η μετάφραση του ποιήματος και το πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα).
Αριστείδης Γ. Κανατούρης, Δεκέμβριος 2022
T. S. KERRIGAN: ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΣΤΟ ΣΟΥΝΙΟ
Φτάνοντας εκεί με το τρένο εκείνη την καλοκαιριάτικη μέρα,
Κατά μήκος αυτής της αττικής ακτής της θλίψης και της διαμάχης,
Εκείνο το μέρος όπου ο Αιγέας είδε το κατάμαυρο πανί,
Και όπου ένας ποιητής, σκυθρωπός τότε όπως εγώ,
Βεβήλωσε με το μαχαίρι του μια ιερή κολώνα,
Προκαλώντας τις κατάρες της θάλασσας και τ΄ ουρανού,
Ήρθαμε ν’ αγναντέψουμε τη θάλασσα και τον ουρανό να κοκκινίζουν,
Για να δούμε ένα ματωμένο ηλιοβασίλεμα.
Βρήκαμε κάπου να μείνουμε, πήγαμε για ύπνο,
Χωρίς να νιώθουμε ότι το φως της μέρας έσβηνε,
Και τελειώσαμε χαλαρά αυτή τη μακριά ημέρα με αγάπη
Σαν χαϊδεμένα παιδιά που τ΄ άφησαν μόνα τους να παίζουν.
Όπως αναθυμάμαι, άκουσα μια μακρινή κραυγή.
Ξυπνώντας καθώς έπεφταν μακριές σκιές,
Ντυθήκαμε βιαστικά και τρέξαμε έξω γρήγορα,
Και συναντήσαμε τους Γερμανούς τουρίστες που επέστρεφαν,
Πάνω, ένας ανήλιαγος ουρανός, κάτω, το κύμα,
Και όλες οι κολώνες του Ποσειδώνα να μαυρίζουν.
Εκείνη τη νύχτα, καθώς γδυθήκαμε ξανά για το κρεβάτι,
Είδα την ομορφιά σου σε μια λάμψη φωτός.
«Μην το πεις ποτέ σε μια ζωντανή ψυχή», είπες.
Άγγιξα το χέρι σου για να απαλύνω τη λύπη σου.
Ούτε μια ώρα εκείνη τη νύχτα δεν θα την αντάλλαζα
Για να δω χίλιους ήλιους να ανατέλλουν ή να δύουν.
T.S. KERRIGAN: MISSING THE SUNSET AT SOUNION
Arriving there that summer day by rail,
Along that Attic coast of grief and strife,
That place Aegeus saw the blackened sail,
And where a poet, then obscure as I,
Defiled a sacred column with his knife,
Inviting curses from both sea and sky,
We came to watch the sea and sky turned red,
To see near dusk a bleeding sun descend.
We found some local lodging, went to bed,
Unconscious of the changing light of day,
And whiled away with love that long day’s end
Like privileged children left alone to play.
As I recall, I heard a distant shout.
Awakening as lengthened shadows fell,
We dressed in haste and hurriedly run out,
And met the German tourists coming back,
A sunless sky above, below, the swell,
And all Poseidon’s columns turning black.
That night, as we undressed again for bed,
I saw your beauty in a glint of light.
“Don’t ever tell a living soul”, you said.
I touched your hand to soften your regret.
I wouldn’t trade an hour with you that night
To watch a thousand suns that rose or set.
Leave a Reply